- αεράκι
- brise
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αεράκι — και αγεράκι, το [αέρας] 1. ελαφριά πνοή ανέμου, απαλός άνεμος, αύρα 2. φρ. «έπιασε» ή «έβαλε» ή «σήκωσε αεράκι», ἀρχισε να φυσάει ελαφρά … Dictionary of Greek
αύρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων. 1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός… … Dictionary of Greek
αέρι — και αγέρι, το (υποκορ. τού ουσ. αέρας) 1. το αεράκι* 2. η ατμόσφαιρα, το κλίμα ενός τόπου 3. νευρικό νόσημα που προκαλείται από την επίδραση αερικού*, όπως επιληψία, φρενοβλάβεια κ.λπ … Dictionary of Greek
αγεράκι — το βλ. αεράκι … Dictionary of Greek
αερούδι — και αγερούδι, το (στην Κύπρο) αεράκι, αύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού αέρας] … Dictionary of Greek
μυρώνω — (ΑΜ μυρῶ, όω, Μ και μυρώνω) [μύρον] αλείφω ή ραντίζω κάποιον ή κάτι με μύρο, αρωματίζω νεοελλ. 1. αναδίδω ευωδιά, ευωδιάζω («τα λουλούδια και τα χορτάρια τής γης εμύρωναν το λεπτό αυγερινό αεράκι», Κρυστ.) 2. παροιμ. «τό βαφτίζω, τό μυρώνω, άρα… … Dictionary of Greek
στεριανός — ή, ο, Ν 1. αυτός που έρχεται από την στεριά («στεριανό αεράκι») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο στεριανός και η στεριανή αυτός που ζει στην στεριά, σε αντιδιαστολή με τον ναυτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεριά + κατάλ. ανός (πρβλ. χωρι ανός)] … Dictionary of Greek
φόρα — (I) Ν επίρρ. (κυρίως φρ.) α) «τά βγάζω στη φόρα [ή στα φόρα]» και «βγάζω τ άπλυτα στη φόρα» αποκαλύπτω μυστικά, συνήθως επιλήψιμα β) «φόρα το μαχαίρι» και «φόρα το κουμπούρι του» έβγαλε το μαχαίρι ή το κουμπούρι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. forum… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ράινις, Γιαν — (1865 – 1929). Λετονός ποιητής. Ανάμεσα στο 1884 1888 φοίτησε στη Νομική σχολή του πανεπιστήμιου της Πετρούπολης, όπου άρχισε να διαμορφώνει και την υλιστική του κοσμοθεωρία. Το 1891 95 ίδρυσε την εφημερίδα Ντιένους Λάπα. Οι πρώτοι του στίχοι… … Dictionary of Greek
δροσερός — ή, ό επίρρ. ά 1. γεμάτος δροσιά: Φύσηξε ένα δροσερό αεράκι. 2. μτφ., φρέσκος: Δροσερή κοπέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)